ὑποτροπιάσῃ

ὑποτροπιάσῃ
ὑποτροπιάζω
return again
aor subj mid 2nd sg
ὑποτροπιάζω
return again
aor subj act 3rd sg
ὑποτροπιάζω
return again
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποτροπίαση — η, Ν υποτροπιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτροπιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποτροπίασις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υποτροπίαση — η η υποτροπή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανακύλημα — το [ξανακυλώ] 1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά 2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος 3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση …   Dictionary of Greek

  • επίταση — η 1.αύξηση της τάσης, μεγαλύτερη ένταση, ενδυνάμωση: Επίταση του ψύχους. 2. (για αρρώστια), επιδείνωση, χειροτέρευση, υποτροπίαση. 3. στο συντακτικό, η ενίσχυση της έννοιας όρου της πρότασης με ειδικές λέξεις (π.χ. του και) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτροπή — η 1. επάνοδος στα ίδια, επανεμφάνιση, επανάληψη. 2. (ιατρ.), η επανεμφάνιση της ίδιας αρρώστιας μετά την ανάρρωση, υποτροπίαση, υποτροπιασμός, το ξανακύλισμα. 3. (νομ.), η επανάληψη της ίδιας αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”